- κονόμος
- -α, -οβλ. οικονόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικονόμος — ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα) 1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού 2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής… … Dictionary of Greek
οἰακονόμος — οἰᾱκονόμος , οἰακονόμος helmsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)